- ανέκλειπτος
- ἀνέκλειπτος, -ον (Α)ακατάπαυστος, αδιάκοπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνέκλειπτος — incessant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλείπτως — ἀνέκλειπτος incessant adverbial ἀνέκλειπτος incessant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκλειπτον — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem acc sg ἀνέκλειπτος incessant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλείπτοις — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλείπτου — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλείπτους — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλείπτων — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλείπτῳ — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκλειπτα — ἀνέκλειπτος incessant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκλειπτε — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)